- θηλαστικά
- Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που περιέχει την καρδιά και τους πνεύμονες, από την περιοχή του υπογαστρίου. Τα θηλυκά άτομα έχουν θηλαστικούς αδένες –από αυτούς προέρχεται η ονομασία της ομοταξίας– οι οποίοι εκκρίνουν το γάλα με το οποίο διατρέφονται τα μικρά τους. Το μέγεθος και το σχήμα των θ. διαφέρει πάρα πολύ από είδος σε είδος. Η κρανιακή κοιλότητα είναι σχετικά ευρύχωρη και περιέχει σημαντική μάζα εγκεφάλου. Η καρδιά διαιρείται σε 4 κοιλότητες και η κυκλοφορία είναι διπλή και πλήρης· το τόξο της αορτής καμπυλώνεται προς τα αριστερά. Το σώμα είναι επενδεδυμένο με δέρμα, ορισμένες φορές αρκετά παχύ, με σκληρότητα που ποικίλλει· η επιδερμίδα αποτελείται από μία κερατίνη στιβάδα, που ανανεώνεται συνεχώς από το δέρμα που βρίσκεται κάτω από αυτή, το οποίο είναι πλούσιο σε αιμοφόρα αγγεία και επιτρέπει την ανάπτυξη δερματικών εξαρτημάτων, όπως οι τρίχες, τα νύχια, τα κέρατα, τα αγκάθια, τα κεντριά και τα λέπια. Στο δέρμα βρίσκονται, επίσης, ιδρωτοποιοί και σμηγματογόνοι αδένες, κάτω από τους οποίους υπάρχει ένας υποδόριος λιπώδης ιστός –εξαιρετικά παχύς στα πολικά και θαλάσσια θ.– για να προστατεύει το ζώο από το κρύο. Το δέρμα καλύπτεται συνήθως από σκληρές τρίχες ή από ένα χνουδωτό στρώμα που αποτελείται από μαλακές τρίχες. Ενώ οι μαλακές τρίχες επικρατούν στα είδη που ζουν σε ψυχρές περιοχές και στο χειμερινό τρίχωμα του ζώου, οι σκληρές τρίχες επικρατούν στα ζώα των θερμών ζωνών και στο θερινό τρίχωμα. Εξαιρετικά σκληρές είναι οι τρίχες της ουράς και της χαίτης ορισμένων ζώων, τα αγκάθια κ.ά. Τα τελευταία αυτά παίζουν αμυντικό ρόλο (όπως, για παράδειγμα, στον ύστριχα και στον σκαντζόχοιρο). Ειδικές τρίχες με λειτουργία αισθητήριου οργάνου είναι οι μύστακες, που έχουν οι γάτες και τα κουνέλια. Το δέρμα μπορεί να έχει ομοιόμορφο χρώμα ή να φέρει κηλίδες, ρίγες ή γραμμώσεις και να ποικίλλει ανάλογα με τη ράτσα. Το κεφάλι των θ. έχει πολύ τελειοποιημένα αφτιά, συνήθως με ωτικό πτερύγιο, το οποίο συνδέεται με ακουστικό πόρο, που καταλήγει εσωτερικά στη μεμβράνη του τυμπάνου. Τα μάτια γενικά βρίσκονται στα πλάγια του κεφαλιού και καλύπτονται με βλέφαρα αρκετά ανεπτυγμένα και ευκίνητα. Μόνο ορισμένα σκαπτικά θ., όπως o τυφλοπόντικας, έχουν μάτια κάτω από το δέρμα και συνεπώς είναι ουσιαστικά τυφλά. Τα θ. έχουν συνήθως διαφοροποιημένα δόντια, σφηνωμένα μέσα σε φατνία, με ρίζες που καλύπτονται από τη στεφάνη της στοματικής κοιλότητας. Τα δόντια σχηματίζουν στις σιαγόνες μία σειρά που μπορεί να είναι συνεχής ή ασυνεχής. Διαφέρουν ως προς το σχήμα, τη λειτουργία και τη θέση τους· στις πλήρεις οδοντοφυΐες (των σαρκοφάγων και παμφάγων θ.) τα δόντια διακρίνονται σε κοπτήρες, κυνόδοντες, προγομφίους και γομφίους. Τα περισσότερα θ. έχουν μια πρώτη οδοντοφυΐα (νεογιλοί ή γαλακτικοί οδόντες) χωρίς γομφίους, η οποία –έπειτα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα που ποικίλλει ανάλογα με το είδος– αντικαθιστάται από την οριστική οδοντοφυΐα. Ενώ τα δόντια που διαθέτουν ρίζες παρουσιάζουν περιορισμένη ανάπτυξη, εκείνα που δεν έχουν ρίζες, όπως οι κοπτήρες των τρωκτικών και οι χαυλιόδοντες των αγριόχοιρων και των ελεφάντων, μεγαλώνουν συνεχώς. Τα τρωκτικά, τα χορτοφάγα και ορισμένα εντομοφάγα έχουν ατελή και ασυνεχή οδοντοφυΐα, επειδή στερούνται ορισμένων κατηγοριών δοντιών, όπως οι κυνόδοντες και ενίοτε οι κοπτήρες. Σε ορισμένα θ. τα δόντια λείπουν εντελώς (π.χ. στον πανγκολίνο και στον μυρμηγκοφάγο), σε άλλα, όπως οι φάλαινες, τα δόντια έχουν υποκατασταθεί από κερατοειδή ελάσματα, ενώ σε κάποια ορισμένα δόντια έχουν τεράστια ανάπτυξη και δεν χρησιμεύουν για το μάσημα της τροφής (π.χ. οι χαυλιόδοντες του τριχοφόρου και του ελέφαντα).
Τα θ. έχουν, κατά κανόνα, 4 άκρα κατάλληλα για βάδισμα και αναρρίχηση ή μετασχηματισμένα σε πτερύγια για κολύμβηση, όπως στα πτερυγιόποδα κλπ. Στα άλλα θ., για παράδειγμα στα χειρόπτερα, μεταξύ των άκρων των δύο πλευρών και του κορμού εκτείνεται μία πλατιά μεμβράνη, η οποία χρησιμεύει για να πετούν. Ορισμένα θ. είναι πελματοβάμονα, δηλαδή βαδίζουν ακουμπώντας στο έδαφος ολόκληρο το πέλμα, όπως για παράδειγμα οι αρκούδες και οι μουστελίδες, άλλα είναι δακτυλοβάμονα, δηλαδή ακουμπούν στο έδαφος μόνο την κάτω επιφάνεια των δαχτύλων, όπως τα κυνοειδή και τα αιλουροειδή· τέλος, άλλα θ. είναι ονυχοβάμονα, δηλαδή στηρίζονται στις τελευταίες φάλαγγες, οι οποίες είναι εφοδιασμένες με ισχυρά νύχια, τις λεγόμενες οπλές, από τα οποία τα ζώα αυτά ονομάστηκαν οπληφόρα (ιπποειδή, βοοειδή). Τα πελματοβάμονα και δακτυλοβάμονα έχουν 4 ή 5 δάχτυλα. Τα οπληφόρα έχουν 1-5 δάχτυλα και διακρίνονται σε περισσοδάχτυλα, αν έχουν περιττό αριθμό δαχτύλων, και σε αρτιοδάχτυλα, αν διαθέτουν άρτιο αριθμό δαχτύλων. Τα όργανα αίσθησης είναι λιγότερο ή περισσότερο τελειοποιημένα. Η αφή είναι αρκετά ανεπτυγμένη χάρη στα πολυάριθμα αισθητήρια που είναι διάσπαρτα στο δέρμα, ιδιαίτερα στο ρύγχος, στο οποίο βρίσκονται οι μύστακες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Το αισθητήριο της γεύσης βρίσκεται στις γευστικές θηλές της γλώσσας και το όργανο της όσφρησης στην εσωτερική επιφάνεια των ρινικών κοιλοτήτων. Η αναπαραγωγή γίνεται με ωοτοκία στα μονοτρήματα και με ζωοτοκία σε όλα τα άλλα θ. Τα ζωοτόκα διακρίνονται σε ευθηρία ή πλακουντοφόρα, που φέρουν καλά ανεπτυγμένο πλακούντα, και σε μαρσιποφόρα, στα οποία ο πλακούντας υπάρχει για μικρό χρονικό διάστημα. Τα πλακουντοφόρα έχουν ταξινομηθεί με βάση διάφορα γνωρίσματα, από τα οποία ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η οδοντοφυΐα και η δομή των άκρων. Έτσι, διακρίνονται σε νωδά, φολιδωτά, λαγόμορφα, μακροσκελίδες, οπληφόρα, τρωκτικά, σαρκοφάγα, πτερυγιόποδα, εντομοφάγα, χειρόπτερα, δερμόπτερα, αναρριχητικά και πρωτεύοντα. Στις νεότερες ταξινομήσεις οι τάξεις αυτές αυξήθηκαν αριθμητικά με την υποδιαίρεση ορισμένων από αυτές. Τα οπληφόρα υποδιαιρέθηκαν σε μεσαξόνια, αρτιοδάκτυλα, σωληνόδοντα και κητώδη. Τα μεσαξόνια περιλαμβάνουν τα περισσοδάκτυλα, τα υρακοειδή, τα προβοσκιδωτά και τα σειρήνια. Τα αρτιοδάκτυλα διαιρούνται σε χοιρόμορφα, τυλόποδα και μυρηκαστικά.
Παλαιοντολογία. Τα θ. εμφανίστηκαν κατά τον μεσοζωικό αιώνα, πιθανώς στην αρχή του. Απολιθωμένα λείψανα (σιαγόνες και δόντια), που μπορούν να αποδοθούν με βεβαιότητα σε θ., βρέθηκαν σε ιζηματογενή πετρώματα του ιουρασικού. Η πανίδα του ιουρασικού αντιπροσωπεύεται από ζώα μικρών διαστάσεων, που ανήκουν στα τρικωνόδοντα, στα συμμετρόδοντα και στα παντοθήρια, που εξαφανίστηκαν στο τέλος της περιόδου και από τα πρώτα φυτοφάγα –τα πολυλοβωτά– που εξαφανίστηκαν κατά το ηώκαινο. Στην κρητιδική περίοδο έκαναν την εμφάνισή τους τα πλακουντοφόρα, τα λείψανα των οποίων ανακάλυψε, το 1923, μία αμερικανική αποστολή στην Ασία (Μογγολία), και τα πρώτα μαρσιποφόρα, που εξαφανίστηκαν από την Ευρώπη κατά την τελευταία περίοδο του τριτογενούς για να καταφύγουν στην Αυστραλία και στη Νότια Αμερική, όπου σήμερα κινδυνεύουν να εκλείψουν. Με την εξαφάνιση των μεγάλων ερπετών, κατά τα τέλη του μεσοζωικού, άνοιξε στις αρχές του τριτογενούς –κυρίως για τα θ.– ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των χερσαίων σπονδυλωτών. Εξαιτίας της γρήγορης εξέλιξής τους, της μεγάλης γεωγραφικής τους διάδοσης και του πλήθους τους, τα ζώα αυτά κυριάρχησαν στην περίοδο του τριτογενούς, που γι’ αυτό τον λόγο ονομάστηκε αιώνας των θ. Οι μεταμορφώσεις που υπέστησαν αφορούν ιδιαίτερα τον εγκέφαλο, το κρανίο, τα δόντια, τα πόδια και τις σωματικές διαστάσεις (από τα μικρά ζώα έγινε βαθμιαία μετάβαση στα μεγαλόσωμα). Κατά τη γεωλογική αυτή περίοδο σημειώθηκε τεράστια ανάπτυξη της τάξης αυτής, ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε σε δύο σαφώς ξεχωριστές φάσεις. Κατά την πρώτη εμφανίστηκαν μορφές αρχαϊκού χαρακτήρα, που παρουσίαζαν συγγένεια με αυτή την πανίδα των θ. της κρητιδικής περιόδου, αλλά όχι με των επομένων. Ορισμένες μορφές, αφού έφτασαν στο απόγειο της εξέλιξής τους, εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν απογόνους (για παράδειγμα, τα αμβλύποδα). Κατά τη δεύτερη εξελικτική φάση, αντίθετα, τα θ. παρουσίασαν νεότερους χαρακτήρες, με βάση τους οποίους θεωρούνται πρόγονοι των σημερινών θ. Σε αυτή τη δεύτερη φάση υπήρχαν όλες οι τάξεις θ. που ζουν σήμερα.
Στο σχέδιο, οριστική οδοντοφυΐα σκύλου. Στον πίνακα, τύποι οδοντοφυΐας διαφόρων θηλαστικών, εφοδιασμένων με περισσότερα ή λιγότερα δόντια· οι αριθμητές και οι παρονομαστές δείχνουν αντίστοιχα τον αριθμό δοντιών που έχουν διάφορα είδη ζώων στο ήμισυ της άνω και κάτω σιαγόνας.
Τα θηλαστικά έχουν κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον θηλασμό των μικρών τους, κατά την πρώτη φάση της ζωής τους. Στη φωτογραφία, το θηλυκό της ελάφου της στικτής θηλάζει το ελαφάκι του.
Αλεπού κάμα, θηλαστικό που ζει στη νότια Αφρική και ανήκει στις ανοιχτόχρωμες αλεπούδες.
Το μητρικό γάλα είναι για τα μαστοφόρα η ιδεώδης τροφή της πρώτης περιόδου της ζωής. Η διάρκεια του θηλασμού ποικίλλει ανάλογα με τις φυσιολογικές ανάγκες του είδους.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΜΕΡΙΚΩΝ ΜΑΣΤΟΦΟΡΩΝ (σε ημέρες)
Dictionary of Greek. 2013.